ποιηφάγος

ποιηφάγος
-ον, Α
βλ. ποηφάγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποιηφάγον — ποιηφάγος eating grass masc/fem acc sg ποιηφάγος eating grass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηφάγα — ποιηφάγος eating grass neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηφάγων — ποιηφάγος eating grass masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”